Γράφει η Παρασκευή Κηπουρίδου
Βασίλεψε ο ήλιος μέσα σε μια έκρηξη χρωματική. Ολόγιομο πρόβαλε το φεγγάρι. Ακριβό μαργαριτάρι στην εβένινη κόμη της νύχτας. Μειδίαμα γαλήνιο,γλυκό στο μυστήριο της πλάσης. Στους τοίχους χορεύουν σκιές. Τα δέντρα της αυλής λουσμένα στο ασήμι. Γλυκογουργουρίζουν τα πουλιά,στου ύπνου τη γαλήνια αιώρα. Τη σιγαλιά πληγώνει η στεντόρεια φωνή ενός παγονιού που την σιγοντάρει η συναυλία των βατράχων στο ποτάμι. Μόνο οι άνθρωποι σιωπούν, κλεισμένοι στο κουκούλι του εγώ. Ποιος ξέρει,ίσως στην αγκαλιά του Μορφέα να κεντούν νέα όνειρα στο μανδύα του ανέφικτου και να σημειώνουν τα “θέλω”στα κιτάπια της διάψευσης.
Γιόμισε ο ουρανός όνειρα.Κι ενώ κοιτώ μαγεμένη,ενώ αφουγκράζομαι τους ψιθύρους της βραδιάς,εντελώς απρόσμενα, το φεγγάρι σκυθρωπιάζει. Κάθε άλλο παρά σπλαχνικό μου μοιάζει. Θαμπώνει και των άστρων η απόκοσμη λάμψη. Όπως τα τελευταία χρόνια χάθηκε η λάμψη της αγάπης για τον άνθρωπο. Όπως χάθηκε ο σεβασμός στην αξία της ζωής. Όπως χλώμιασαν αξίες και ιδανικά, που κρατούσαν τον κόσμο ψηλά. Ρίγη θλίψης μου προκαλεί. Σκόνη και θρύψαλα η αισιοδοξία. Στους τέσσερις ανέμους σκορπάει.
Με βλέμμα διεσταλμένο κοιτώ. Με παράπονο πικρό. Ένα φεγγάρι χλωμό, υποτονικό κρέμεται στον ουρανό. Γέρνουν οι ώμοι από ένα αόρατο βάρος. Λες κι έχει προσκολληθεί επάνω μου,όλη η πίκρα του κόσμου.
Πόσο ν’ αντέξει και το φεγγάρι, με τόσα μάτια βουρκωμένα να το κοιτούν, κρεμώντας πάνω του όνειρα κι ελπίδες;
Τι ν’ αντέξει από αυτά που βλέπει κάθε βράδυ;
Την εικόνα ενός κόσμου που φθίνει;
Το γκρίζο σκιάχτρο της επιβεβλημένης φτώχειας;
Τις κραυγές των αδικημένων;
Τις ιαχές του πολέμου στα ερείπια;
Τα άδεια παπουτσάκια των μικρών αγγέλων που αποδημούν άκαιρα;
Την έλλειψη της αγάπης;
Τις ζωές που μαδούν, σαν τριαντάφυλλα σε απότιστο κήπο, επειδή έτσι αποφάσισαν κάποιοι αυτόκλητοι θεοί;
Ίσως πάλι να του έπεσαν βαριά τα λάθη και τα πάθη των ανθρώπων
Αδύνατον να εντοπίσω την αιτία της μεταστροφής του.
Εκείνο που γνωρίζω καλά είναι πως απόψε δε θ’ απλώσω στου ουρανού τ’αγνάντι τα φτερά του ονείρου. Θα απομείνω να κοιτώ το θλιμμένο φεγγάρι.
Με τα όνειρα σκόνη και θρύψαλα σωριασμένα στο χώμα. Με τις δεξαμενές της προσδοκίας άδειες,αφού αγέλαστες λάκισαν.
Θα απομείνω έρμαιο στου πόνου τη δίνη. Με την ψυχή πληγωμένη,γεμάτη βαθιές ρωγμές. Σ’ έναν κόσμο τραχύ. Αιχμηρό. Σ’ έναν κόσμο που οι άνθρωποι κατάντησαν θεριά κι έπαψαν να σέβονται τον συνάνθρωπο. Σ’ έναν κόσμο που η ειλικρίνεια κατάντησε πολυτέλεια και το συμφέρον κανόνας.
Θα μείνω να αφουγκράζομαι τον παλμό ενός άδικου κόσμου. Να αφουγκράζομαι τον απόηχο των κυμάτων μιας απέραντης θάλασσας άδικου, που κατάπιε την πυξίδα της ανθρωπιάς και της αγάπης. Την άγρια τρικυμία του ανέφικτου,που τα τελευταία χρόνια καταπίνει λαίμαργα ζωές και όνειρα ημιθανή.
Κι εκείνο που με πληγώνει πιο πολύ,είναι πως άμοιρη ευθυνών για την κατάντια του κόσμου δεν είμαι. Άθελά μου έβαλα κι εγώ κάποιο λιθαράκι για να υψωθεί το τείχος της παράνοιας που περιβάλλει τις ζωές όλων μας. Γιατί τι άλλο από συνενοχή είναι η σιωπή και η ανοχή;
Θα απομείνω κόντρα στην παράνοια να ονειρεύομαι, πως με τη νέα αυγή ένα μικρό βλαστάρι ελπίδας θα γεννηθεί. Πως ο άνθρωπος θα καταλάβει επιτέλους πως η παρουσία του στη γη είναι εφήμερη. Πως δεν αξίζει να πατάει επί πτωμάτων για να αποκτήσει υλικά αγαθά. Θα κάνω σκέψεις θετικές,που γεμίζουν κουράγιο κι αισιοδοξία την ψυχή. Ίασης να γίνουν χάδι σε κάθε της ρωγμή. Ίσως βρω τη δύναμη να βγω απ’ το τέλμα της σιωπής. Να κάνω κάτι για ν’ αλλάξει η σκληρή πραγματικότητα του κόσμου.