Γράφει η Σόφι Άντερσεν
“Τι όμορφα που είναι! Τι γυαλιστερά, τι ωραίο χρώμα, τι πλάκα που έχει που γλιστρά το στρουμπουλό χεράκι μου πάνω τους… και αν τα μασουλήσω λίγο; Τι απίθανη γεύση που έχει αυτό το και καλά δέρμα! Από δω και πέρα θα είμαστε αχώριστοι! Θα τα φοράω είτε στα ποδαράκια είτε στα χεράκια. Θα τα κρατώ σφιχτά, ή θα τα σέρνω μαζί με όλα όλα τα αλλά που κουβαλώ από δωμάτιο σε δωμάτιο μέσα στο σπίτι.
Και το βράδυ.. Α, όλα κι όλα με τα παπούτσια θα κοιμηθώ.. “
Πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που ήμασταν σαν εκείνη , από τότε που σκεφτόμασταν σαν εκείνη , από τότε που το κάθε τι ήταν καινούργιο , ολοκαίνουργιο και τόσο μα τόσο σημαντικό; Νιώθω σαν να έχουν περάσει μόλις μερικά λεπτά, αλλά και συνάμα ένας ολόκληρος αιώνας από τότε που η ζωή ήταν τόσο συναρπαστική.
Τότε που η χαρά επειδή αποκτήσαμε κάτι κρατούσε πολύ, διαγραφόταν σε όλο μας το πρόσωπο και εκφραζόταν με όλο μας το σώμα, τόσο που ξεχείλιζε και κολλούσε και τους άλλους… τότε που κάναμε τους γύρω μας χαρούμενους!
Ποτέ σταμάτησε ; Ποτέ αρχίσαμε να χαιρόμαστε λιγότερο με τα μικρά πράγματα ;
Και ποτέ ξεκίνησε το κυνήγι της μεγάλης χαράς; Ίσως όταν αρχίσαμε να μεγαλώνουμε; όταν ξεχάσαμε ότι κάποτε υπήρξαμε παιδιά με ολοκαίνουργια παπουτσάκια;
Σαν τα παπουτσάκια εκείνης που τα κοιτά και τα περιεργάζεται και βγάζει αυτές τις όμορφες και ακαταλαβίστικες φωνούλες : “άντα ντα τα , ντιρου ντιρου λιρου λιρου , τα ταααα”
Μήπως όμως δεν είναι τόσο ακατανόητα τα νοήματα όσο νομίζουμε ;
Σσς ακούστε την , ίσως έχει κάτι να μας πει, να δείξει, να μας θυμίσει ..
Ίσως ότι η ζωή είναι ωραία , ότι γίνεται ωραία με κάτι μικρό, κάτι απλό, κάτι εύκολο. Ότι η ζωή είναι το εδώ και το τώρα και ότι την χάνουμε αν σκεφτόμαστε το πριν και το μετά. Ότι να ζούμε τις στιγμές και να χαιρόμαστε με αυτά που μας προσφέρονται έτσι απλά μια μέρα σαν αυτή…
Όπως θα κάνει εκείνη σήμερα με το δικό της δώρο , θα το πάρει μαζί της να κοιμηθούν αγκαλιά…
Πότε ήταν αλήθεια η τελευταία φορά που πήρα μαζί το δώρο γενεθλίων για να κοιμηθώ παρέα με εκείνο γιατί ήταν μοναδικό , ήταν αυτό που ήθέλα και δεν μπορούσα να το αφήσω μόνο του στο σαλόνι, αλλά και γιατί δεν ήθέλα να πάω ολομόναχη για ύπνο;
Ίσως γι’ αυτό και τώρα δεν πάμε ολομόναχα για ύπνο … , παίρνουμε μαζί το κινητό , γιατί νιώθουμε μόνα μας , και μπαίνουμε σε έναν κόσμο που δεν είναι δικός μας, που άλλοτε μας παρηγορεί και άλλες φορές μας βαραίνει. Τον δικό μας κόσμο τον αφήσαμε χρόνια πριν , ίσως γιατί δεν χωράμε πια σ’ εκείνα τα παπούτσια , τα παπούτσια της μικρής μπέμπας που κοιμάται τώρα ήσυχα στο κρεβάτι της μαζί τους .